Αντινομία

ΑΙΓΙΝΑ 6.2013 059

«Τι να σου πω; Στην πραγματικότητα μου έλεγες ότι για να νιώσεις ζωντανός, έπρεπε να αιωρείσαι στην αραχνοϋφαντη μεμβράνη που χωρίζει τη ζωή απ’ το θάνατο.

Κατάλαβα πως είχες ανάγκη αυτόν τον κίνδυνο, αυτή την αίσθηση του επείγοντος, για να ξεπεράσεις το αίσθημα απονέκρωσης μέσα σου.»

Από το I ‘m calling the police- A tale of repression and recovery,

των Irvin D.Yalom και Robert L.Berger 

Η απόσταση ως ρυθμιστής ή Soirée Dansante


Στη σκηνή, στην πίστα, με τα φώτα στραμμένα στα μάτια σου και τις σκιές αυτών που σε κοιτούν απέναντι σου, μετά τα πρώτα δεύτερα που μετράς το μούδιασμα στα μέλη σου, σκέφτεσαι ένα πράγμα, μόνο, την απόσταση.

IMG_1648-001

Και ξεκινάς  να μετράς, την απόσταση από τους συνχορευτές σου, την απόσταση από το κοινό, από την άκρη της σκηνής, από τη μέση, από τη μέγιστη διαγώνιο της.

IMG_1668

Και ενώ ακούς τη μουσική και πατάς πάνω της τα βήματα σου, ακουμπάς γύρω της τα χέρια σου, η απόσταση ρυθμίζει το αποτέλεσμα και φτιάχνει διάστημα κενού για να νιώσεις αυτό που ‘γίνεται’ ανάμεσα σε σένα και στους άλλους.

IMG_1723-001

Κι ο χρόνος γίνεται όλος χώρος και κάθε σκέψη ανάβει και σβήνει μέσα σε απόλυτο παρόν.

IMG_1670-001

Και όταν εκμηδενίζεται επιτέλους η απόσταση από και προς τον εαυτό σου, τότε καταλαβαίνεις πως έχεις κάθε πιθανότητα να χορέψεις καλά.

IMG_1730-001

To Boogaloo, Χριστίνα, Μαρία, Αντώνη και Γιώτα

Robinson Crusoe

Night street light I 18.3.2013 070

Σε πρωτοείδα καλοκαίρι,

άγριο ανθρώπινο τοπίο,

κλεισμένο σε βαγόνι,

 μια Παρασκευή.

Κι από τότε, αρκετές άλλες τυχαίες Παρασκευές,  

σε πετύχαινα πρωί, πάντα  τελευταίο βαγόνι,

πάντα με το άσπρο σου ποδήλατο.

Και μετά ήρθε το φθινόπωρο,

 ξυπνούσα πιο αργά, ξεκινούσες πιο νωρίς και σ’ έχασα.

Ώσπου τις προάλλες σε ξανάδα αναπάντεχα στο γυρισμό, στο ίδιο βαγόνι, σε άλλο σταθμό.

Το πρόσωπο, πιο χειμωνιάτικο, ακόμη πιο τραχύ –μα πως το ‘φτιαξες σκέφτηκα- τόσο τραχύ

Τα μαλλιά μακριά, αλλού καστανά σκούρα, αλλού γκρίζα

πυκνά μπλεγμένα συρμάτινα ελατήρια

Στα μάγουλα, εκεί που ξεκινούσαν τα πρώτα γένια

μικρές λακουβίτσες, νεροφαγώματα, του χειμώνα πράματα

Και γένια έξοχα,

σκοτεινό δάσος θρονιασμένο στο γκρεμό του λαιμού σου

Κοιτούσα και μάντευα

Διάθεση,  σκέψεις, προορισμό

Έριχνα ζάρι

Χαρούμενος, απογοητευμένος, Αφηρημένος, νυσταγμένος, ανυπόμονος, ανάλαφρος, κουρασμένος ?

Αποφάσισα

… so seriously smart  

Mr Robinson Crusoe

I ‘m your Friday girl

 

To Maria for the song

To Niki who will love the song

To filio who waits

 

 

Extinction encore

Σε κανέναν δεν μπορώ να μιλήσω για σένα

γιατί θα πάψεις μοναχά δικός μου να ‘σαι.

Σε έλλειψη αισθήματα βασικά, λόγια κοινά.

Χρονιά νέα, υποσχέσεις νέες.

Η δασκάλα λέει

μην  προβλέπεις τον καβαλιέρο

μην αντιστέκονται τα χέρια σου στα δικά του,

σκέψου λιγότερο τα πόδια, περισσότερο τους ώμους .

Η Ε. λέει δεν σε μπορώ, τόση ακεφιά κατάντησε κυνική

Κι εγώ αποστρέφομαι, αυτά που δεν ανέχομαι,

να τα ζω

every fucking day

και ονειρεύομαι την Άνοιξη που ποτέ δεν ματαιώνεται

που ποτέ δεν είναι μάταιη.

This is goodbye

Παίρνεις μερικούς συγγενείς, μερικούς φίλους, τους ταξιδεύεις μέχρι την κοιλάδα. Φτάνεις στο σωστό σημείο, τους σκορπίζεις σ΄έναν γύρο, τριγύρω της, να κρατάνε κόντρα στο βορριά και το χιονόνερο. Μερικά λόγια λέγονται για επίσημο κατευόδιο κι ύστερα βλέμματα πολλά, άλλα στεγνά άλλα υγρά, της στέλνουν ανεπίσημο αντίο. Όλα ταιριαστά,  λιτά, απλά σαν και κείνη.

Συνειδητοποιείς πως κάτι λείπει όμως, κάτι δικό της, πολύ δικό της, που δεν το απώλεσε ακόμη κι όταν τα ‘χε χάσε σχεδόν όλα. Το χαμόγελο της, το σχεδόν πάντα μωρουδίστικο, χαμόγελο της.

Πάντα θεωρούσα ως το ευφυέστερο και πλήρες νοήματος εφέ της φύσης, το πιο βαθύ σκοτάδι πριν την αυγή. Διαψεύστηκα, όταν κοίταξα πάνω απ’ τα κεφάλια μας και το είδα, να υψώνεται πάνω απ΄ τα ασήκωτα σύννεφα, τόσο άψογο, τεράστιο πολύχρωμο χαμόγελο που φύτρωσε μέσα απ’ τη γη.  Άκουσα τότε τη Μέλι δίπλα να μου ψιθυρίζει κοιτώντας το κι αυτή,  ‘κοίτα η γιαγιά μου έγινε ουράνιο τόξο’ και το κατάλαβα, πως τίποτα τελικά δεν έλειπε.  

Ο καιρός

Sleuth ost, Patrick Doyle

Πως το ξέρεις ότι κάτι καιροφυλακτεί ? Ότι ο καιρός σε περιμένει? Πως το γνωρίζεις πως ό,τι θα συμβεί δεν θα ‘χει ξανασυμβεί ? Πως ορίζεται το απροσδόκητο, πως αναμένεται το αναπάντεχο?

Η σειρά, η αλληλουχία, το σχοινί, οι γέφυρες, όλα χειροποίητες κατασκευές για να ισορροπούν πάνω τα γεγονότα, να σουλατσάρουν τα συμβάντα ελεύθερα.  

Ο βυθός της ματαιότητας, το γράπωμα του απεχθούς, η αϋπνία της βεβαιότητας και φυσικά ο ρυθμός που δεν σταματά, απλά εναλλάσσεται,

 κι αναρωτιέσαι είναι το βηματολόγιο δύσκολο, ο συντονισμός  ζόρικος, η τεχνική βαρετή? Απάντηση απλή, όταν τα σχοινιά τα ροκανίσεις, όταν τις γέφυρες τις βυθίσεις.

Όταν ακούστηκε η φωνή ήταν πρωί πολύ πρωί και αν και πρόφτασα να της κρατήσω το χέρι, να κάνω ότι δεν βλέπω το κόκκινο στα χείλη της και στο νυχτικό της, να της απαντήσω όχι δεν θα φύγω, όλα όσα ήταν να συμβούν συνέβησαν.

Έχει νόημα να διαιρείς την ανεπάρκεια με το αναπόφευκτο ?

Όχι βέβαια.

Μήπως φταίει η μεθοδολογία των πράξεων για την επανάληψη των αποτελεσμάτων, για την απουσία του καινού, για το ανατριχιαστικά ίδιο ίδιο ίδιο, απαράλλακτο και φοβιστικά βαρετό σοκ της πλάνης ή της αλήθειας?

Μπέρδεμα ε? Κι όμως, όλα -νέα ζεύγη, αναπόφευκτες απώλειες, ευφάνταστες διαπλοκές, πρωτόγονα χαμόγελα- νοηματοδοτούν το λαχάνιασμα του κυνηγιού, την έξαψη της αναζήτησης.     

A love supreme

Τα 25 σου στα 38 μου. Τα βλέπεις, ποντάρεις. Πάω πάσο. Πάλι.

Εξάντληση πόρων και υπομονής, το σημείο του καιρού,

οικονομία, αυτοσυγκράτηση, αυτοσυγκέντρωση  για τη σωτηρία ενός έθνους, μιας οικογένειας, ενός ανθρώπου, μιας αξιοπρέπειας, αρκούντως πολιτισμένης.

Έρως versus Θνησιγένειας. Ξετρύπωσες πάλι την ελπίδα και την πληγή μου.

A love supreme 49 λεπτών, ύψιστα θεϊκή όπως κι η άποψη μου για το θέμα, που με κλειδώνει απόλυτα, με φονεύει κατά συρροή, με αναγεννά σαν φοίνικα all over again.

Take me high forever and ever and ever σε απόλυτα δεσμά.

Κι όσο δεν καταλαβαίνεις, αυτά που λέω θεϊκά, τόσο με πεισμώνεις

 κι όσο δεν καταλαβαίνω αυτά που λεν απλά και φυσικά, τόσο φεύγω πιο μακριά.

Οι τελευταίες μέρες γέμισαν με βαρείς και ανήσυχους ύπνους, παραχαράκτες του Antoine Bello, κουραστική κούραση, επαγγελματικές ανακουφιστικές διεκπεραιώσεις, pan-galactic gargle blusters στο ‘42’, αφόρητες συνεννοήσεις με άσπρες μπλούζες και αντίσταση κατά της αρχής πως ότι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.

Ξέρω είναι μέχρι να βγω…

κι η ομορφιά που προβάλει πάντα ξαφνικά και σε κάνει να κρατήσεις την ανάσα σου για να μην χάσεις ούτε νότα της, θα ΄ναι πάντα αυτή που θα σώζει τη ζωή…

ίσως να πιάσουν οι ευχές σου τις φετινής γιορτής ρε φ., πάντοτε εμπιστεύομαι τα όνειρα σου για μένα, ακόμη κι όταν δεν μου περισσεύει πίστη…

ps. η ομορφιά για τον radio -που λείπει- εις ανταπόδοση του υπέροχου End of May.

The believer

Ακατάπαυστη εναλλαγή λεπτών, ανθρώπων, χώρων, μέσων, δυνατοτήτων, αδυναμιών, αδημονίας και αναδίπλωσης, τσαλακώνει κάθε χνάρι.

Λείπει πιο πολύ, αυτό που ποτέ δεν ήταν εκεί.

Κατάκοπη προσμονή. Επίμονη φυγή.

Οι στιγμές εισπράττουν νόημα από άβολες λέξεις που ανταλλάσσονται με αγνώστους σε διαδρόμους και θαλάμους, οι πράξεις ενεχυριάζονται προς κάλυψη εκτάκτων αναγκών ψυχικής ρευστότητας και οι δείκτες σκαμπανεβάζουν στρεβλώνοντας το καθετί.

Η ισχύς της εξίσωσης ανυπέρβλητη, διαβρώνει όλα τα πλάνα.

Δεν χρειάζεται να σου μιλώ, καταλαβαίνεις. Δεν πρέπει να απαιτώ, το ξέρω.

Ίσως να ξανάρθει η στιγμή, αυτή που πανταχού παρούσα, όλα τα φέρνει και όλα τα παίρνει.

Μπορεί να φταίει η σειρά των γεγονότων για τη θλίψη, τα βρωμερά δημόσια ιδρύματα για την κόπωση, η αγωνία για την αγωνία και η δύναμη σου για την αδυναμία σου.

Σ’ είπε κάποιος μια φορά φονιά και κατάντησες να γίνεις, ακούς τον εαυτό σου να σου λέει.

Oberon σε βλέπω που με βλέπεις, τι να σημαίνει τ’ άλογο που ονειρεύτηκα να καλπάζει δίχως χαλινάρι, μου θύμισε εσένα ξέρεις…

Κάνε κάτι για τον Ν. θυμήθηκε το βλέμμα σου σήμερα και με πόνεσε που με ρωτούσε.

Θέλω να το κλείσω δίχως φόβο το σημερινό γι’ αυτό θα το κλείσω με πίστη, that ‘s my job anyway ha ha…

Ο άντρας πεταλούδα

Μαύρη πεταλούδα

Ονειρεύτηκα το μεσημέρι κάτι λέξεις πολύ συγκεκριμένες ομοιοκατάληκτες, με νόημα βαθύ, μα μόλις ξύπνησα όλες τις ξέχασα. Και ξανάκλεισα τα μάτια να τις θυμηθώ κι αντί γι’ αυτές θυμήθηκα τον άντρα. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου το πρωί στη μοναδική κενή θέση που κρατούσα για τον Ν.

Του άντρα του πήρε ώρα και δυσκολία μεγάλη σε όλα τα μέλη, για να το μπορέσει να κάτσει. Μόλις το κατόρθωσε, ακούμπησε πίσω στον τοίχο το κεφάλι κι έβαλε ακουστικά στ’ αυτιά, δίχως να του είναι εύκολο ούτε αυτό, και σκέφτηκα ανοήτως πως έκανε ακριβώς αυτή την κίνηση για να δείξει ότι μπορεί. Μετά από λίγο ήρθε ο Ν. κι έκανα να σηκωθώ να κάτσει, μα επαναλαμβάνοντας το ίδιο πάντα αστείο, μου ‘πε ‘όχι μη σηκώνεσαι, που ξέρεις άμα σταθώ όρθιος μπορεί και να ψηλώσω’, κι ο άντρας μας κοίταξε και χαμογέλασε μ’ ωραίο στόμα, που ‘σβηνε μες σε χαρούμενες ρυτίδες. Του πα ‘οk, μπορείς πάντα να ελπίζεις’, ο άντρας χαμογέλασε ξανά κι εγώ έκλεισα τα μάτια και περίμενα τη σειρά μας. Ύστερα από λίγο τον ένιωσα να προσπαθεί να σηκωθεί, δεν άνοιξα τα μάτια, παρά μόνο όταν το κατάφερε. Τον κοίταζα να διασχίζει το διάδρομο σαν δεμένος με σχοινάκια μαριονετοπαίχτη. Το τσακισμένο του βάδισμα ίσως να ‘ταν που μου θύμισε ξαφνικά την πεταλούδα εκείνη, που μπήκε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου της  Μ. καθώς γυρνούσαμε απ΄ το Τρίκερι ένα παλιό καλοκαίρι. Την τεράστια κίτρινη μωβ πεταλούδα που σπάσε φτερά και πόδια σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Τη ρούφηξε ο αέρας μέσα στ’ αμάξι και την τσάκισε πάνω στο μπράτσο της Μ., που κόντεψε να πάθει συγκοπή μέχρι να καταλάβει τι  ήταν αυτό το πράγμα, που πετάριζε κολλημένο πάνω της. Και στενοχωρήθηκα θυμούμενη την άτυχη ομορφιά του πλάσματος και λυπήθηκα που δεν πρόλαβα τον άντρα να του πω μην πας προς τα ‘κει, ο γαμοψύκτης δεν λειτουργεί, και τώρα τον κοιτούσα που προσπαθούσε να επιστρέψει με τα ασταθή του βήματα, την υπερήφανη ακροβατική του κίνηση και πρόσεξα το ωραίο του πρόσωπο, που πρόδιδε αξιοπρεπώς με ανεπαίσθητες συσπάσεις, την όλη του προσπάθεια. Στάθηκε μπροστά μας και ρώτησε τον Ν. που καθόταν ακόμη όρθιος μπροστά μου, αν ξέρει που μπορεί να βρει λίγο νερό και κείνος του ‘πε ‘φίλε μου δεν ξέρω’, και με την αφοπλιστική του αμεσότητα τον ρώτησε ‘τι έπαθες, τι κάνεις εδώ;’, ο άντρας μ’ αμέριμνο χαμόγελο του απάντησε ‘τίποτα μωρέ όλα καλά, τ’ αποτελέσματα μιας βιοψίας περιμένω και θα φύγω’. Σηκώθηκα και πήγα στη μεγάλη αίθουσα, αλλά οι εθελόντριες είχαν φύγει και στον πάγκο τους υπήρχαν μόνο άδεια ποτηράκια, ρώτησα μια αδελφή που μου ‘πε πως λυπάται αλλά οι ψύκτες του ορόφου δεν λειτουργούν. Επιστρέφοντας τον είδα να πηγαίνει προς την άλλη μεριά του διαδρόμου στον άλλο ψύκτη, του ‘κάνα νόημα μα δε με είδε, σταμάτησα στην κουζίνα δίπλα απ΄ τις σκοραμίδες, αλλά δίπλα στη βρύση έγραφε ‘προσοχή το νερό δεν είναι πόσιμο’. Όταν γυρνώντας άπραγος με πλησίασε αργά, είπα ‘λυπάμαι, δεν μπόρεσα να βρω κάτι’. Τότε είδα τον Ν. να μπαίνει στο γραφείο των γιατρών κι έτρεξα πίσω του μη χάσουμε τη σειρά μας.

 Όταν τελειώσαμε, καθόταν ακόμη μόνος στο διπλό κάθισμα, με το κεφάλι γερμένο πίσω. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν βρήκε πουθενά νερό, ‘θα μου φέρει σε λίγο η γυναίκα μου από κάτω’ μου απάντησε . Τον κοίταξα στα μάτια, πολύ παραπάνω από όσο πια το μπορώ, και είπα ‘καλή επιτυχία’ και ‘γεια’, μου χαμογέλασε ήρεμα πολύ και γλυκά, αντιγυρίζοντας ‘ευχαριστώ πολύ και σε σας’. Και τη στιγμή που έφευγα η γυναίκα του ήρθε, και πριν του δώσει το ιδρωμένο μπουκαλάκι, έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη, και κρυφάκουσα τις αρθρώσεις του που τρίξαν και τους κομμένους του μύες που συσπάστηκαν, και λαμποκόπησαν οι ρυτίδες και το στόμα του και ο πόνος του μου φάνηκε τώρα ημερωμένος κι αχνός. Ήπιε μια γουλιά και της είπε ‘τώρα πριν λίγο ρώτησα πουλί μου , οι απαντήσεις σου θα βγουν σε 10 λεπτάκια και θα ΄ναι οk σίγουρα, θα δεις’.