Ο άντρας πεταλούδα

Μαύρη πεταλούδα

Ονειρεύτηκα το μεσημέρι κάτι λέξεις πολύ συγκεκριμένες ομοιοκατάληκτες, με νόημα βαθύ, μα μόλις ξύπνησα όλες τις ξέχασα. Και ξανάκλεισα τα μάτια να τις θυμηθώ κι αντί γι’ αυτές θυμήθηκα τον άντρα. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου το πρωί στη μοναδική κενή θέση που κρατούσα για τον Ν.

Του άντρα του πήρε ώρα και δυσκολία μεγάλη σε όλα τα μέλη, για να το μπορέσει να κάτσει. Μόλις το κατόρθωσε, ακούμπησε πίσω στον τοίχο το κεφάλι κι έβαλε ακουστικά στ’ αυτιά, δίχως να του είναι εύκολο ούτε αυτό, και σκέφτηκα ανοήτως πως έκανε ακριβώς αυτή την κίνηση για να δείξει ότι μπορεί. Μετά από λίγο ήρθε ο Ν. κι έκανα να σηκωθώ να κάτσει, μα επαναλαμβάνοντας το ίδιο πάντα αστείο, μου ‘πε ‘όχι μη σηκώνεσαι, που ξέρεις άμα σταθώ όρθιος μπορεί και να ψηλώσω’, κι ο άντρας μας κοίταξε και χαμογέλασε μ’ ωραίο στόμα, που ‘σβηνε μες σε χαρούμενες ρυτίδες. Του πα ‘οk, μπορείς πάντα να ελπίζεις’, ο άντρας χαμογέλασε ξανά κι εγώ έκλεισα τα μάτια και περίμενα τη σειρά μας. Ύστερα από λίγο τον ένιωσα να προσπαθεί να σηκωθεί, δεν άνοιξα τα μάτια, παρά μόνο όταν το κατάφερε. Τον κοίταζα να διασχίζει το διάδρομο σαν δεμένος με σχοινάκια μαριονετοπαίχτη. Το τσακισμένο του βάδισμα ίσως να ‘ταν που μου θύμισε ξαφνικά την πεταλούδα εκείνη, που μπήκε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου της  Μ. καθώς γυρνούσαμε απ΄ το Τρίκερι ένα παλιό καλοκαίρι. Την τεράστια κίτρινη μωβ πεταλούδα που σπάσε φτερά και πόδια σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Τη ρούφηξε ο αέρας μέσα στ’ αμάξι και την τσάκισε πάνω στο μπράτσο της Μ., που κόντεψε να πάθει συγκοπή μέχρι να καταλάβει τι  ήταν αυτό το πράγμα, που πετάριζε κολλημένο πάνω της. Και στενοχωρήθηκα θυμούμενη την άτυχη ομορφιά του πλάσματος και λυπήθηκα που δεν πρόλαβα τον άντρα να του πω μην πας προς τα ‘κει, ο γαμοψύκτης δεν λειτουργεί, και τώρα τον κοιτούσα που προσπαθούσε να επιστρέψει με τα ασταθή του βήματα, την υπερήφανη ακροβατική του κίνηση και πρόσεξα το ωραίο του πρόσωπο, που πρόδιδε αξιοπρεπώς με ανεπαίσθητες συσπάσεις, την όλη του προσπάθεια. Στάθηκε μπροστά μας και ρώτησε τον Ν. που καθόταν ακόμη όρθιος μπροστά μου, αν ξέρει που μπορεί να βρει λίγο νερό και κείνος του ‘πε ‘φίλε μου δεν ξέρω’, και με την αφοπλιστική του αμεσότητα τον ρώτησε ‘τι έπαθες, τι κάνεις εδώ;’, ο άντρας μ’ αμέριμνο χαμόγελο του απάντησε ‘τίποτα μωρέ όλα καλά, τ’ αποτελέσματα μιας βιοψίας περιμένω και θα φύγω’. Σηκώθηκα και πήγα στη μεγάλη αίθουσα, αλλά οι εθελόντριες είχαν φύγει και στον πάγκο τους υπήρχαν μόνο άδεια ποτηράκια, ρώτησα μια αδελφή που μου ‘πε πως λυπάται αλλά οι ψύκτες του ορόφου δεν λειτουργούν. Επιστρέφοντας τον είδα να πηγαίνει προς την άλλη μεριά του διαδρόμου στον άλλο ψύκτη, του ‘κάνα νόημα μα δε με είδε, σταμάτησα στην κουζίνα δίπλα απ΄ τις σκοραμίδες, αλλά δίπλα στη βρύση έγραφε ‘προσοχή το νερό δεν είναι πόσιμο’. Όταν γυρνώντας άπραγος με πλησίασε αργά, είπα ‘λυπάμαι, δεν μπόρεσα να βρω κάτι’. Τότε είδα τον Ν. να μπαίνει στο γραφείο των γιατρών κι έτρεξα πίσω του μη χάσουμε τη σειρά μας.

 Όταν τελειώσαμε, καθόταν ακόμη μόνος στο διπλό κάθισμα, με το κεφάλι γερμένο πίσω. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν βρήκε πουθενά νερό, ‘θα μου φέρει σε λίγο η γυναίκα μου από κάτω’ μου απάντησε . Τον κοίταξα στα μάτια, πολύ παραπάνω από όσο πια το μπορώ, και είπα ‘καλή επιτυχία’ και ‘γεια’, μου χαμογέλασε ήρεμα πολύ και γλυκά, αντιγυρίζοντας ‘ευχαριστώ πολύ και σε σας’. Και τη στιγμή που έφευγα η γυναίκα του ήρθε, και πριν του δώσει το ιδρωμένο μπουκαλάκι, έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη, και κρυφάκουσα τις αρθρώσεις του που τρίξαν και τους κομμένους του μύες που συσπάστηκαν, και λαμποκόπησαν οι ρυτίδες και το στόμα του και ο πόνος του μου φάνηκε τώρα ημερωμένος κι αχνός. Ήπιε μια γουλιά και της είπε ‘τώρα πριν λίγο ρώτησα πουλί μου , οι απαντήσεις σου θα βγουν σε 10 λεπτάκια και θα ΄ναι οk σίγουρα, θα δεις’.